- πτερόεις
- πτερόειςfeatheredmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτερόεις — εσσα, εν, ΝΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός 2. φρ. «έπεα πτερόεντα» μτφ. i) λόγια ευκίνητα, που πετούν γρήγορα, γοργά ii) λόγια που πετούν και χάνονται (Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πτερόεις ζωολ. γένος φανταχτερών… … Dictionary of Greek
πτερόεντα — πτερόεις feathered neut nom/voc/acc pl πτερόεις feathered masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροέντων — πτερόεις feathered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροέσσαις — πτερόεις feathered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροῦσσα — πτερόεις feathered fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροῦσσαν — πτερόεις feathered fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντας — πτερόεις feathered masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντες — πτερόεις feathered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντι — πτερόεις feathered masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντος — πτερόεις feathered masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)